Θυμάμαι να τρέμουν τα χείλη της αντανακλαστικά καθώς δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της που άλλοτε γέμιζα φιλιά. Η καρδιά μου βυθιζόταν στην τρύπα που άφησε στο στομάχι η παραδοχή της πως μάταια γεμίζουμε τη ζωή μας δικαιολογίες και πως καλύτερα, λιτά, απέριττα και δίχως άλλη επιλογή, να το αφήσουμε.
Σου αξίζει κάποια άλλη, που θα σου δώσει όσα (θα ήθελα αλλά) δε μπορώ να σου δώσω. Λυπάμαι και θα έδινα τα πάντα να μπορούσα να σου δώσω όσα έχεις ανάγκη.
Μα, σ’αγαπάω!
Κι εγώ, πολύ και πάντα, γι αυτό πρέπει να σε αφήσω. Καμμιά φορά η αγάπη δεν φτάνει από μόνη της.
Και 4 μήνες μετά εσύ με ρωτάς αν θα γυρνούσα πίσω…
Μα, ομορφιά μου… Στο δάσος που το έχει λούσει βροχή, πώς να του βάλω φωτιά, μου λες;